- νεανισκεύομαι
- νεανισκεύομαι (Α) [νεανίσκος]βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῑς ἐν τοῑς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεανισκευομένων — νεᾱνισκευομένων , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres part mp fem gen pl νεᾱνισκευομένων , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανίσκευμα — νεανίσκευμα, τὸ (Α) [νεανισκεύομαι] συν. στον πληθ. τὰ νεανισκεύματα εορταστικοί αγώνες στη Ρώμη σε ανάμνηση τής ενηλικίωσης τού Νέρωνος … Dictionary of Greek
νεανισκευομένη — νεᾱνισκευομένη , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανισκεύεσθαι — νεᾱνισκεύεσθαι , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεανισκεύεται — νεᾱνισκεύεται , νεανισκεύομαι to be in one s youth pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)